ἐπιγενόμενοι

ἐπιγενόμενοι
ἐπιγίγνομαι
to be born after
aor part mid masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διάδοχος — (5ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Φωτικής (451 458), παλαιάς πόλης της Ηπείρου, κοντά στη σημερινή Παραμυθιά. Ασχολήθηκε και με τη συγγραφή βιβλίων. Το έργο του Κεφάλαια γνωστικά εκατόν επέδρασε πολύ στους μεταγενέστερους. Άλλα έργα του είναι: Όρασις και …   Dictionary of Greek

  • επιγίγνομαι — ἐπιγίγνομαι και ἐπιγίνομαι (AM) [γίγνομαι] 1. γεννιέμαι μετά από κάποιον άλλο («oἱ επιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί» «οὐ γὰρ ἀΐδιός ἐστιν, ἀλλ ὕστερον ἐπιγέγονεν») 2. γίνομαι μετά από κάποιον ή κάτι («οὔπω πατὴρ ἦν, ὕστερον δ ἐπεγένετο πατήρ») 3.… …   Dictionary of Greek

  • παραπληγικός — και παραπληκτικός, ή, ό / παραπληκτικός, ιων. τ. παραπληγικός, ή, όν, ΝΑ [παραπληγία / παραπληξία] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραπληγία 2. (και ως ουσ.) άτομο που πάσχει από παραπληγία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”